- μειλίσσω
- μειλίσσω (Α)1. ευφραίνω, γλυκαίνω2. φιλοξενώ κάποιον3. καταπραΰνω, καθησυχάζω, εξιλεώνω («μειλίσσων αὔραν ἄλλοις ἄλλαν θνατῶν λαίφεσι χαίρειν», Ευρ.)4. παρακαλώ5. μτφ. (για ποταμό) καθιστώ καρποφόρα τη γη ποτίζοντάς την με τα νερά μου («λιπαροῑς χεύμασι γαίας... μειλίσσοντες οὖδας», Αισχύλ.)6. (το μέσ.) μειλίσσομαια) γίνομαι πιο πράος, πιο ήσυχος, καταπραΰνομαι, καθησυχάζωβ) εξευμενίζω, εξιλεώνωγ) μεταχειρίζομαι γλυκά και πραϋντικά λόγια, μιλώ με φιλικό τρόπο («μηδὲ τί μ' αἰδόμενος μειλίσσεο μηδ' ἐλεαίρων», Ομ. Οδ.)δ) δαμάζω, καταβάλλω, υποτάσσωε) επικαλούμαι κάποιον ενώπιον κάποιου.[ΕΤΥΜΟΛ. < *μειλίχ-jω < μείλιχος].
Dictionary of Greek. 2013.